- ανευλόγητος
- -η, -ο (Μ ἀνευλόγητος, -ον)1. αυτός που δεν ευλογήθηκε από την εκκλησία, αβλόγητος2. αυτός που δεν ευλογείται από τον Θεό, άδικος, άνομος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανευλόγητος — η, ο αβλόγητος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)